προκατονομάζω

προκατονομάζω
Α
κατονομάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του εκ τών προτέρων («τοὺς προκατωνομασμένους βασιλέας», Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”